- καθολίκευση
- ηη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθολικεύω, γενίκευση.[ΕΤΥΜΟΛ. αντί τού γενίκευση < καθολικεύω, ως απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. generalisation. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Βενιαμίν Λέσβιο].
Dictionary of Greek. 2013.